- μπόμπιρας
- ο1) см. μηλολάνθη;
2) перен. малявка, малышка (о ребёнке); — коротышка (о человеке) § είναι μπόμπιρας — мал да удал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
2) перен. малявка, малышка (о ребёнке); — коротышка (о человеке) § είναι μπόμπιρας — мал да удал
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπόμπιρας — ο (λ. ιταλ.) 1. παιδί μικροκαμωμένο, αλλά έξυπνο και ζωηρό: Χειρίζεται τέλεια τον υπολογιστή ο μπόμπιρας! 2. το έντομο σφήκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπόμπιρας — ο 1. είδος χρυσοκανθάρου 2. το έντομο σφήκα 3. μτφ. παιδί ή νεαρός μικρού αναστήματος, μικροκαμωμένος, αλλά αεικίνητος και πανέξυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombero] … Dictionary of Greek